ακατανίκητος
(προωθήθηκε από ακατανίκητη)Μεταφράσεις
ακατανίκητος
(akata'nicitos) αρσενικόακατανίκητη
(akata'niciti) θηλυκόακατανίκητο
imbattableirresistible, unbeatable (akata'nicito) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν τον νικάει κν ακατανίκητος στρατός
2. ακαταμάχητος ακατανίκητος πειρασμός
3. αναμφισβήτητος ακατανίκητο επιχείρημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.