ακοινώνητος
Μεταφράσεις
ακοινώνητος
(aci'nonitos) αρσενικόακοινώνητη
(aci'noniti) θηλυκόακοινώνητο
asocial, unsociable (aci'nonito) ουδέτεροεπίθετο
που αποφεύγει τον κόσμο Έγινα ακοινώνητος μετά το θάνατο της γυναίκας μου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.