ακουστός
(προωθήθηκε από ακουστό)Αναζητήσεις σχετικές με ακουστό: ακοόγραμμα
Μεταφράσεις
ακουστός
(aku'stos) αρσενικόακουστή
(aku'sti) θηλυκόακουστό
(aku'stο) ουδέτεροεπίθετο
διάσημος ακουστός γιατρός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.