ακούγομαι
Μεταφράσεις
ακούγομαι
(a'kuɣome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. μεταδίδω έναν ήχο, γίνομαι αισθητός Δεν ακούγεσαι καλά.
2. κάνω κτ γνωστό Tα παιδιά θέλουν να ακουστούν.
3. διαδίδεται η φήμη ότι Ακούγεται ότι θα παντρευτείς.
4. κτ ηχεί με κάποιον τρόπο Ακούγεται λάθος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.