Ακούνητος - ορισμός του ακούνητος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%ba%ce%bf%cf%8d%ce%bd%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.592.876.960
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ακούνητος
Μεταφράσεις
ακούνητος
(
a'kunitos
)
αρσενικό
ακούνητη
(
a'kuniti
)
θηλυκό
ακούνητο
(
a'kunito
)
ουδέτερο
επίθετο
που δεν κουνιέται, δεν αλλάζει θέση
immobile immuable
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ακόνι
ακονίζομαι
ακονίζω
ακόντιο
ακοντισμός
ακοντιστής
ακοόγραμμα
ακοομέτρης
ακοομέτρηση
ακοομετρία
ακοομετρικός
ακοόμετρο
άκοπα
άκοπη
άκοπο
άκοπος
ακόρεστος
ακορντεόν
ακορντεονίστας
ακορτεόν
ακόσμητος
ακουαρέλα
ακουάριο
ακούγομαι
ακουιλέγκια
ακουμπάω
ακουμπιστήρι
ακουμπώ
ακούνητη
ακούνητο
ακούνητος
ακούομαι
ακούραστα
ακούραστη
ακούραστο
ακούραστος
άκουραστος
ακούσια
ακούσιο
ακούσιος
ακουστά
ακουστή
ακουστικά
ακουστική
ακουστικό
ακουστικό βαρηκοΐας
ακουστικός
ακουστό
ακουστός
ακούω
ακούω προσεκτικά
ακρ
ακράδαντα
ακραία
ακραίο
ακραίος
ακράτεια
ακρεμόνας
άκρη
ακριβά
ακριβαίνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close