ακραίος
(προωθήθηκε από ακραίο)Μεταφράσεις
ακραίος
(a'kreos) αρσενικόακραία
(a'krea) θηλυκόακραίο
extremeextrêmeشَدِيدextrémníekstremextremextremoäärimmäinenekstremanestremo極度の극도의extreemekstremekstremalnyextremoэкстремальныйextremที่สุดaşırıcực đoan极端的 (a'kreo) ουδέτεροεπίθετο
υπερβολικός έχω ακραίες απόψεις ακραία συμπεριφορά ακραία περίπτωση