ακροαματικότητα
Μεταφράσεις
ακροαματικότητα
audienceaudienciaPublikumpubblicopublicаудиторияaudiênciaаудитория观众觀眾publikumpublikumpublik (akroamati'kotita)ουσιαστικό θηλυκό
ο αριθμός θεατών ενός τηλεοπτικού προγράμματος η μέτρηση της ακροαματικότητας η ακροαματικότητα μιας εκπομπής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.