αλάνθαστος
(προωθήθηκε από αλάνθαστη)Μεταφράσεις
αλάνθαστος
(a'lanθastos) αρσενικόαλάνθαστη
(a'lanθasti) θηλυκόαλάνθαστο
infallible, unerring (a'lanθasto) ουδέτεροεπίθετο
1. τελείως σωστός αλάνθαστο κείμενο
2. που δεν κάνει ποτέ λάθη αλάνθαστος διορθωτής Κανείς δεν είναι αλάνθαστος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.