Αλείφω - ορισμός του αλείφω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bb%ce%b5%ce%af%cf%86%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.532.608
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αλείφω
Μεταφράσεις
αλείφω
(
a'lifo
)
αλείβω
baste
,
spread
(
a'livo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
απλώνω
enduire tartiner
αλείφω το ψωμί με βούτυρο
beurrer le pain tartiner le pain de beurre
αλείφω το σώμα μου με λάδι
enduire son corps d'huile
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αλατισμένος
αλατόνερο
αλατοπίπερο
αλατούχος
Αλβανία
αλβανικά
αλβανική
αλβανικό
αλβανικός
Αλβανός
άλβεδο
Άλβέρτος
άλγεβρα
αλγεβρικός
αλγεινός
Αλγέρι
Αλγερία
Αλγερινή
Αλγερινός
αλγοριθμικός
αλγορίθμος
αλγόριθμος
άλγος
αλέα
αλεβάρδα
αλέγκρο
αλέθω
αλείβω
άλειμμα
αλειφατικός
αλείφω
αλέκτορας
αλέκτωρ
αλεξ-
Αλέξανδρος
αλεξήλιο
αλεξι-
Αλεξία
αλεξιβρόχιο
αλεξικέραυνο
Αλέξιος
αλεξιπτωτισμός
αλεξιπτωτιστής
αλεξίπτωτο
αλεξίσφαιρος
αλεπάλληλος
αλεπού
αλέτρι
αλέτρι, άροτρο
αλεύρι
αλευρώνω
αληγείς
αλήθεια
αληθεύω
αληθής
αληθινά
αληθινή
αληθινό
αληθινός
αληθοφανές
αληθοφανής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close