αλκοολούχος
(προωθήθηκε από αλκοολούχοςα)Μεταφράσεις
αλκοολούχος
(alkoo'luxos) αρσενικόαλκοολούχοςα
(alkoo'luxosa)αλκοολούχο
alcoholic (alkoo'luxo) ουδέτεροεπίθετο
που περιέχει οινόπνευμα αλκοολούχα ποτά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.