αλληλένδετος
(προωθήθηκε από αλληλένδετο)Μεταφράσεις
αλληλένδετος
(ali'lenðetos) αρσενικόαλληλένδετη
(ali'lenðeti) θηλυκόαλληλένδετο
(ali'lenðeto) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με κτ, συνδεδεμένος, παρόμοιος αλληλένδετα ζητήματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.