αλλιώτικος
Μεταφράσεις
αλλιώτικος
(a'ʎotikos) αρσενικόαλλιώτικη
(a'ʎotici) θηλυκόαλλιώτικο
(a'ʎotiko) ουδέτεροεπίθετο
1. διαφορετικός Είναι αλλιώτικος από τους άλλους. Είναι τελείως διαφορετικός.
2. περίεργος Έχει αλλιώτικες ιδέες.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.