Αμίλητος - ορισμός του αμίλητος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%ce%af%ce%bb%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.663.674.215
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμίλητος
Μεταφράσεις
αμίλητος
(
a'militos
)
αρσενικό
αμίλητη
(
a'militi
)
θηλυκό
αμίλητο
(
a'milito
)
ουδέτερο
επίθετο
που δε μιλάει
silencieux/-euse
Περίμενε αμίλητη.
Elle attendait silencieuse.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμετανόητη
αμετανόητο
αμετανόητος
αμετάπειστη
αμετάπειστο
αμετάπειστος
αμετάτρεπτος
αμετάφραστος
αμεταχείριστη
αμεταχείριστο
αμεταχείριστος
αμέτοχη
αμέτοχο
αμέτοχος
αμέτρητη
αμέτρητο
αμέτρητος
αμετροέπεια
αμήν
αμηνόρροια
αμήχανα
αμήχανη
αμηχανία
αμήχανο
αμήχανος
αμίαντος
αμιγής
αμιγώς
αμίλητη
αμίλητο
αμίλητος
άμιλλα
αμίμητος
αμινοβουτυρικός
αμινοξύ
αμμοθύελλα
αμμοκόχυλο
αμμόλιθος
αμμόλοφος
άμμος
αμμουδιά
Αμμόχωστος
αμμώδες
αμμώδης
αμμωνία
αμμωνιακός
αμμώνιο
αμνάδα
αμνησία
αμνηστία
αμνιοκέντηση
αμνός
αμοιβάδα
αμοιβαδοειδής
αμοιβαία
αμοιβαίο
αμοιβαίο κεφάλαιο
αμοιβαίος
αμοιβή
άμοιρη
άμοιρο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close