Αμείλικτος - ορισμός του αμείλικτος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%ce%b5%ce%af%ce%bb%ce%b9%ce%ba%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.597.129.729
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμείλικτος
Μεταφράσεις
αμείλικτος
(
a'miliktos
)
αρσενικό
αμείλικτη
(
a'milikti
)
θηλυκό
αμείλικτο
implacable
(
a'milikto
)
ουδέτερο
επίθετο
ανελέητος
implacable inexorable
αμείλικτος ανταγωνισμός
une concurrence implacable
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμαξάκι
αμάξι
αμαξοστοιχία
αμάξωμα
αμάραντο
αμάραντος
αμαρταίνω
αμαρτάνω
αμαρτία
αμαρτωλή
αμαρτωλό
αμαρτωλός
αμαυρώνω
άμαχη
άμαχο
άμαχος
Αμβέρσα
αμβλεία
αμβλύ
αμβλύνω
αμβλύς
αμβλώνω
άμβλωση
Αμβούργο
αμβροσία
αμέθυστος
αμείβομαι
αμείβω
αμείλικτη
αμείλικτο
αμείλικτος
αμείωτη
αμείωτο
αμείωτος
αμέλγω
αμέλεια
αμελές
αμελής
αμελητέo
αμελητέα
αμελητέος
αμελώ
άμεμπτος
Αμερικανική Σαμόα
Αμερικανικό ποδόσφαιρο
αμερικανικός
Αμερικανός
Αμερικάνος
Αμερική
αμερίκιο
αμέριμνη
αμέριμνο
αμέριμνος
αμέριστος
αμερόληπτη
αμερόληπτο
αμερόληπτος
άμεσα
άμεση
άμεση χρέωση
άμεσο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close