αμεταχείριστος
(προωθήθηκε από αμεταχείριστη)Μεταφράσεις
αμεταχείριστος
(ameta'çiristos) αρσενικόαμεταχείριστη
(ameta'çiristi) θηλυκόαμεταχείριστο
(ameta'çiristo) ουδέτεροεπίθετο
που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, φορεθεί αμεταχείριστα ρούχα μία αμεταχείριστη μηχανή σε καλή τιμή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.