Αμπέρ - ορισμός του αμπέρ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%ad%cf%81
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.188.252
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμπέρ
Μεταφράσεις
αμπέρ
amp
,
ampere
αμπέρ
ampère
αμπέρ
Ampere
αμπέρ
ампер
αμπέρ
مُكَبَّر
αμπέρ
ampér
αμπέρ
ampere
αμπέρ
amperio
αμπέρ
ampeeri
αμπέρ
amper
αμπέρ
ampere
αμπέρ
アンペア
αμπέρ
암페어
αμπέρ
ampère
αμπέρ
ampere
αμπέρ
amper
αμπέρ
ampere
,
ampère
αμπέρ
ampere (n)
αμπέρ
แอมแปร์
αμπέρ
amper
αμπέρ
ampe
αμπέρ
安培
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμοιβαίος
αμοιβή
άμοιρη
άμοιρο
άμοιρος
αμόκ
αμολάω
αμόλυβδη
αμόλυβδη βενζίνη
αμόλυβδο
αμόλυβδος
αμολώ
αμόνι
αμοραλισμός
αμοραλιστής
αμοραλιστικός
αμορτισέρ
άμορφη
άμορφο
άμορφος
αμόρφωτη
αμόρφωτο
αμόρφωτος
αμπαζούρ
αμπάρι
αμπέλι
αμπελοκομία
άμπελος
αμπελόφυλλο
αμπελώνας
αμπέρ
αμπεριόμετρο
αμπερομετρικός
αμπερόμετρο
Άμπου Ντάμπι
αμπραγιάζ
Αμπχαζία
άμπωτη
Αμστελόδαμο
Άμστερνταμ
άμυαλη
άμυαλο
άμυαλος
αμυγδαλές
αμυγδαλή
αμυγδαλιά
αμυγδαλίτιδα
αμύγδαλο
αμυγδαλοειδής
αμυγδαλόπαστα
αμυγδαλωτό
αμυδρά
αμυδρή
αμυδρό
αμυδρός
αμυδρότητα
άμυλο
άμυνα
αμύνομαι
αμυντική
αμυντικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close