Αμφισβητούμενος - ορισμός του αμφισβητούμενος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%cf%86%ce%b9%cf%83%ce%b2%ce%b7%cf%84%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.747.153
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμφισβητούμενος
Μεταφράσεις
αμφισβητούμενος
moot
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμφίβoλο
αμφιβάλλω
αμφιβάλω
αμφίβια
αμφίβιο
αμφίβιος
αμφιβληστροειδής
αμφιβληστροειδής χιτώνας
αμφιβληστροειδίτιδα
αμφίβολη
αμφιβολία
αμφίβολος
αμφιδέξιος
αμφίεση
αμφιθέατρο
αμφιθυμία
αμφίκοιλος
αμφικτίονες
αμφικτιονία
αμφικτυονία
αμφίκυρτος
αμφιλεγόμενη
αμφιλεγόμενο
αμφιλεγόμενος
αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία
αμφιπρόστυλος
αμφίρρεπος
αμφιρρέπω
αμφισβήτηση
αμφισβητήσιμος
αμφισβητούμενος
αμφισβητώ
αμφισημία
αμφίσημος
αμφιταλαντεύομαι
αμφιταλαντευόμενος
αμφιφυλοφιλία
αμφιφυλόφιλικός
αμφιφυλόφιλος
αμφορέας
αμφότεροι
αμχαρικά
άμωμος
αν
αν και
αν και μόνο αν
ανά
αναβαθμίζομαι
αναβαθμίζω
αναβάθμιση
αναβάλλομαι
αναβάλλω
ανάβαση
αναβάτης
αναβάτρια
αναβιώνω
αναβίωση
αναβλητική
αναβλητικό
αναβλητικός
αναβλύζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close