Αμφιταλαντευόμενος - ορισμός του αμφιταλαντευόμενος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bc%cf%86%ce%b9%cf%84%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%8c%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.773.276.676
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αμφιταλαντευόμενος
Μεταφράσεις
αμφιταλαντευόμενος
ambivalent
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμφίβιος
αμφιβληστροειδής
αμφιβληστροειδής χιτώνας
αμφιβληστροειδίτιδα
αμφίβολη
αμφιβολία
αμφίβολος
αμφιδέξιος
αμφίεση
αμφιθέατρο
αμφιθυμία
αμφίκοιλος
αμφικτίονες
αμφικτιονία
αμφικτυονία
αμφίκυρτος
αμφιλεγόμενη
αμφιλεγόμενο
αμφιλεγόμενος
αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία
αμφιπρόστυλος
αμφίρρεπος
αμφιρρέπω
αμφισβήτηση
αμφισβητήσιμος
αμφισβητούμενος
αμφισβητώ
αμφισημία
αμφίσημος
αμφιταλαντεύομαι
αμφιταλαντευόμενος
αμφιφυλοφιλία
αμφιφυλόφιλικός
αμφιφυλόφιλος
αμφορέας
αμφότεροι
αμχαρικά
άμωμος
αν
αν και
αν και μόνο αν
ανά
αναβαθμίζομαι
αναβαθμίζω
αναβάθμιση
αναβάλλομαι
αναβάλλω
ανάβαση
αναβάτης
αναβάτρια
αναβιώνω
αναβίωση
αναβλητική
αναβλητικό
αναβλητικός
αναβλύζω
αναβολέας
αναβολή
αναβολίζω
αναβολικός
αναβολισμός
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close