αμόρφωτος
(προωθήθηκε από αμόρφωτο)Μεταφράσεις
αμόρφωτος
(a'morfotos) αρσενικόαμόρφωτη
(a'morfoti) θηλυκόαμόρφωτο
(a'morfoto) ουδέτεροεπίθετο
που δεν έχει σχολική μόρφωση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.