ανάγωγος
(προωθήθηκε από ανάγωγη)Μεταφράσεις
ανάγωγος
(a'naɣoɣos) αρσενικόανάγωγη
(a'naɣoʝi) θηλυκόανάγωγο
(-a'naɣoɣo) ουδέτεροεπίθετο
που δεν έχει καλή ανατροφή ανάγωγο παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.