ανάλαφρος
(προωθήθηκε από ανάλαφρη)Μεταφράσεις
ανάλαφρος
(a'nalafros) αρσενικόανάλαφρη
(a'nalafri) θηλυκόανάλαφρο
(a'nalafro) ουδέτεροεπίθετο
απαλός, αέρινος νιώθω ανάλαφρος ανάλαφρο περπάτημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.