ανάλογος
(προωθήθηκε από ανάλογη)Μεταφράσεις
ανάλογος
(a'naloɣos) αρσενικόανάλογη
(a'naloʝι) θηλυκόανάλογο
analogous, proportionate (a'naloɣο) ουδέτεροεπίθετο
1. αντίστοιχος με έξοδα ανάλογα με έσοδα ανάλογα ποσά με
2. κατάλληλος παίρνω τα ανάλογα μέτρα
3. παρόμοιος βρίσκομαι σε ανάλογη θέση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.