ανάστατος
(προωθήθηκε από ανάστατο)Μεταφράσεις
ανάστατος
(a'nastatos) αρσενικόανάστατη
(a'nastati) θηλυκόανάστατο
(a'nastato) ουδέτεροεπίθετο
1. ταραγμένος Eίναι ανάστατος από τα νέα.
2. ακατάστατος ένα ανάστατο δωμάτιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.