ανένδοτος
(προωθήθηκε από ανένδοτο)Μεταφράσεις
ανένδοτος
(a'nenðotos) αρσενικόανένδοτη
(a'nenðoti) θηλυκόανένδοτο
(a'nenðoto) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν επηρεάζεται είμαι μένω ανένδοτος
2. χωρίς συμβιβασμούς κηρύσσω ανένδοτο αγώνα σε κπ
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.