αναίσθητος
(προωθήθηκε από αναίσθητη)Μεταφράσεις
αναίσθητος
(a'nesθitos) αρσενικόαναίσθητη
(a'nesθiti) θηλυκόαναίσθητο
unconscious, insensitiveinconscient, insensibleغَيْرٌ حَسَّاسٌnecitlivýufølsomunempfindlichinsensible, inconscientevälinpitämätönneosjećajaninsensibile鈍感な둔감한ongevoeligufølsomnieczułyinsensível, inconscienteбесчувственныйokänsligที่ไม่ไวต่อความรู้สึกของผู้อื่นduyarsızvô tâm感觉迟钝的 (a'nesθito) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει χάσει τις αισθήσεις του πέφτω αναίσθητος
2. μεταφορικά σκληρός και αδιάφορος είμαι αναίσθητος στον ανθρώπινο πόνο