Αναβοσβήνω - ορισμός του αναβοσβήνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b2%ce%bf%cf%83%ce%b2%ce%ae%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.861.127
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αναβοσβήνω
Μεταφράσεις
αναβοσβήνω
(
anavo'zvino
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
ανάβω και σβήνω
faire clignoter allumer et éteindre
αναβοσβήνω τα φώτα του αυτοκινήτου
faire clignoter ses phares faire des appels de phares
αναβοσβήνω
clignoter
blink
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
clignoter
η λάμπα αναβοσβήνει
la lampe clignote
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αμφιφυλοφιλία
αμφιφυλόφιλικός
αμφιφυλόφιλος
αμφορέας
αμφότεροι
αμχαρικά
άμωμος
αν
αν και
αν και μόνο αν
ανά
αναβαθμίζομαι
αναβαθμίζω
αναβάθμιση
αναβάλλομαι
αναβάλλω
ανάβαση
αναβάτης
αναβάτρια
αναβιώνω
αναβίωση
αναβλητική
αναβλητικό
αναβλητικός
αναβλύζω
αναβολέας
αναβολή
αναβολίζω
αναβολικός
αναβολισμός
αναβοσβήνω
αναβοσβήσιμο
αναβρασμός
ανάβω
αναγγελία
αναγγέλλομαι
αναγγέλλω
αναγέννηση
αναγκάζομαι
αναγκάζω
αναγκαία
αναγκαίο
αναγκαίος
αναγκαιότητα
αναγκαστικά
αναγκαστική
αναγκαστική προσγείωση
αναγκαστικό
αναγκαστικός
ανάγκη
ανάγλυφη
ανάγλυφο
ανάγλυφος
αναγνωρίζω
αναγνωρίζω σφάλμα
αναγνώριση
αναγνωρίσιμος
αναγνώρισις
αναγνωρισμένη
αναγνωρισμένο
αναγνωρισμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close