αναγνωρισμένος
(προωθήθηκε από αναγνωρισμένο)Μεταφράσεις
αναγνωρισμένος
(anaɣnori'zmenos) αρσενικόαναγνωρισμένη
(anaɣnori'zmeni) θηλυκόαναγνωρισμένο
(anaɣnori'zmeno) ουδέτεροεπίθετο
που είναι διάσημος για το έργο του αναγνωρισμένος επιστήμονας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.