αναγουλιαστικός
(προωθήθηκε από αναγουλιαστικό)Μεταφράσεις
αναγουλιαστικός
(anaɣuʎasti'kos) αρσενικόαναγουλιαστική
(anaɣuʎasti'ci) θηλυκόαναγουλιαστικό
écœurant, nauséabond (anaɣuʎasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί τάση για εμετό αναγουλιαστική μυρωδιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.