αναλφάβητος
(προωθήθηκε από αναλφάβητη)Μεταφράσεις
αναλφάβητος
(anal'favitos) αρσενικόαναλφάβητη
(anal'faviti) θηλυκόαναλφάβητο
illiterateanalfabetosanalphabetenanalphabètesanalfabeto文盲文盲analfabeter (anal'favito) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει μαθήματα για αναλφάβητες γυναίκες
2. μεταφορικά αμόρφωτος Αναλφάβητος είναι, δεν ξέρει τι λέει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.