αναντικατάστατος
(προωθήθηκε από αναντικατάστατη)Μεταφράσεις
αναντικατάστατος
(anandika'tastatos) αρσενικόαναντικατάστατη
(anandika'tastati) θηλυκόαναντικατάστατο
irreplaceableirremplaçableinsostituibileonvervangbaarнезаменим대신할незаменимый (anandika'tastato) ουδέτεροεπίθετο
που δεν μπορεί να μπει κπ άλλοςκτ άλλο στη θέση του
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.