αναρριχητικός
(προωθήθηκε από αναρριχητικό)Μεταφράσεις
αναρριχητικός
(anariçiti'kos) αρσενικόαναρριχητική
(anariçiti'ki) θηλυκόαναρριχητικό
climbingsuitor (anariçiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την αναρρίχηση αναρριχητικός εξοπλισμός
2. που αναρριχάται αναρριχητικό φυτό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.