ανατολικός
(προωθήθηκε από ανατολική)Μεταφράσεις
ανατολικός
(anatoli'kos) αρσενικόανατολική
(anatoli'ci) θηλυκόανατολικό
östlicheastern, east, orientalorientaorientalמזרחיorientaleشَرْقِيّvýchodníøstligdel este, oriental, esteitä-, itäinenistočan東の동쪽의oostelijkøstligwschodniorientalвосточныйöstlig, östraเกี่ยวกับทิศตะวันออกdoğuhướng đông, phía đông东方的, 东Изток東 (anatoli'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. με προσανατολισμό προς την ανατολή ανατολικό δωμάτιο
2. από την ανατολή ανατολικός άνεμος
3. σχετικός με χώρες της Ανατολής o ανατολικός πολιτισμός
4. πολιτική του ανατολικού μπλοκ οι Ανατολικές Χώρες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.