ανατομικός
(προωθήθηκε από ανατομική)Μεταφράσεις
ανατομικός
(anatomi'kos) αρσενικόανατομική
(anatomi'ci) θηλυκόανατομικό
anatomicanatomique (anatomi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σύμφωνος με την ανατομία ανατομική δομή ανατομικά παπούτσια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.