ανατρεπτικός
(προωθήθηκε από ανατρεπτικό)Μεταφράσεις
ανατρεπτικός
(anatrepti'kos) αρσενικόανατρεπτική
(anatrepti'ci) θηλυκόανατρεπτικό
subversif (anatrepti'ko) ουδέτεροεπίθετο
επαναστατικός ανατρεπτικό στοιχείο ανατρεπτικές ιδέες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.