ανεκτίμητος
(προωθήθηκε από ανεκτίμητο)Μεταφράσεις
ανεκτίμητος
(ane'ktimitos) αρσενικόανεκτίμητη
(ane'ktimiti) θηλυκόανεκτίμητο
invaluable, pricelessلا تقدر بثمنбезценен无价無價귀중한 (ane'ktimito) ουδέτεροεπίθετο
με τεράστια αξία ανεκτίμητη κληρονομιά ανεκτίμητη φιλία ανεκτίμητο δώρο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.