ανεξίτηλος
(προωθήθηκε από ανεξίτηλη)Μεταφράσεις
ανεξίτηλος
(ane'ksitilos) αρσενικόανεξίτηλη
(ane'ksitili) θηλυκόανεξίτηλο
indelible (ane'ksitilo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν ξεθωριάζει ένα ανεξίτηλο χρώμα
2. μεταφορικά που δεν ξεχνιέται ανεξίτηλες αναμνήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.