ανεξίτηλος
(προωθήθηκε από ανεξίτηλο)Μεταφράσεις
ανεξίτηλος
(ane'ksitilos) αρσενικόανεξίτηλη
(ane'ksitili) θηλυκόανεξίτηλο
indelible (ane'ksitilo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν ξεθωριάζει ένα ανεξίτηλο χρώμα
2. μεταφορικά που δεν ξεχνιέται ανεξίτηλες αναμνήσεις