ανεξιχνίαστος
(προωθήθηκε από ανεξιχνίαστο)Μεταφράσεις
ανεξιχνίαστος
(aneksi'xniastos) αρσενικόανεξιχνίαστη
(aneksi'xniasti) θηλυκόανεξιχνίαστο
unfathomable, unsolved (aneksi'xniasto) ουδέτεροεπίθετο
για το οποίο δε βρίσκεται λύση ανεξιχνίαστο μυστήριο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.