Ανεφοδιάζομαι - ορισμός του ανεφοδιάζομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%86%ce%bf%ce%b4%ce%b9%ce%ac%ce%b6%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.720.944.457
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ανεφοδιάζομαι
Μεταφράσεις
ανεφοδιάζομαι
(
anefoði'azome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
s'approvisionner
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανεπτυγμένη
ανεπτυγμένο
ανεπτυγμένος
άνεργη
ανεργία
άνεργος
ανερμάτιστος
ανέρχομαι
ανερχόμενη
ανερχόμενο
ανερχόμενος
ανέσεις
άνεση
ανεσταλμένος
άνετα
άνετη
άνετο
ανέτοιμος
άνετος
άνευ
ανεύθυνη
ανεύθυνος
ανευθυνότητα
ανευλαβής
ανεύρεση
ανεύρυσμα
ανεφάρμοστος
ανέφικτη
ανέφικτο
ανέφικτος
ανεφοδιάζομαι
ανεφοδιάζω
ανέχομαι
ανεψιά
ανεψιός
ανήθικη
ανήθικο
ανήθικος
ανηθικότητα
άνηθο
άνηθος
ανήκουστη
ανήκουστο
ανήκουστος
ανήκω
ανήκω σε
ανηλεής
ανήλικη
ανήλικο
ανήλικος
ανήμερα
ανήμπορη
ανημπορία
ανήμπορο
ανήμπορος
ανήξερη
ανήξερο
ανήξερος
ανήσυχα
ανήσυχη
ανησυχητική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close