Ανθρακικό οξύ - ορισμός του ανθρακικό οξύ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%b8%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b9%ce%ba%cf%8c+%ce%bf%ce%be%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.722.142.978
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ανθρακικό οξύ
Μεταφράσεις
ανθρακικό οξύ
carbonic acid
ανθρακικό οξύ
acide carbonique
ανθρακικό οξύ
koolzuur
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανηφορικά
ανηφορικός
ανήφορος
ανηψιά
ανηψιός
Ανθε
ανθεκτική
ανθεκτικό
ανθεκτικός
άνθεμις
ανθήρ
ανθήρας
άνθηση
ανθί
ανθίζω
ανθικός άξονας
άνθισμα
ανθοδέσμη
ανθοδοχείο
ανθολογία
ανθολόγιο
ανθοπωλείο
ανθοπώλης
ανθοπώλιδα
ανθοπώλισσα
ανθός
άνθος
ανθόφυτο
άνθρακας
ανθρακικό
ανθρακικό οξύ
ανθρακικός
ανθρακίτης
ανθρακωρυχείο
ανθρακωρύχος
άνθρωπέ μου
ανθρωπιά
ανθρώπινα δικαιώματα
ανθρώπινη
ανθρώπινο
ανθρώπινο ον
ανθρώπινος
ανθρωπισμός
ανθρωπιστής
ανθρωπιστική
ανθρωπιστικό
ανθρωπιστικός
ανθρωποδύναμη
ανθρωποειδής
άνθρωποι
ανθρωποκεντρικά
ανθρωποκεντρικός
ανθρωποκεντρισμός
ανθρωποκτονία
ανθρωποκτόνος
ανθρωπολογία
ανθρωπολογικός
ανθρωπολόγος
ανθρωπομετρικός
ανθρωπομορφικός
ανθρωπομορφισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close