ανθρώπινος
(προωθήθηκε από ανθρώπινη)Μεταφράσεις
ανθρώπινος
(an'θropinos) αρσενικόανθρώπινη
(an'θropini) θηλυκόανθρώπινο
menschlichhumanhumainчеловеческийبَشَرِيّlidskýmenneskelighumanoihmis-ljudskiumano人間の사람의menselijkmenneskeligczłowiekhumanomänskligเกี่ยวกับมนุษย์insanthuộc loài người人类的 (an'θropino) ουδέτεροεπίθετο
1. που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ανθρώπινο σώμα ανθρώπινες αδυναμίες
2. που έγινε για τον άνθρωπο ανθρώπινα δικαιώματα
3. που αποτελείται από ανθρώπους ανθρώπινο δυναμικό
4. που σέβεται τον άνθρωπο ανθρώπινες συνθήκες ανθρώπινη μεταχείριση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.