ανικανοποίητος
(προωθήθηκε από ανικανοποίητο)Μεταφράσεις
ανικανοποίητος
(anikano'piitos) αρσενικόανικανοποίητη
(anikano'piiti) θηλυκόανικανοποίητο
dissatisfiedinsatisfechounzufriedeninsatisfaitontevredeninsatisfeito不満불만족 (anikano'piito) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν πραγματοποιείται ανικανοποίητη επιθυμία ανικανοποίητη ευχή
2. που θέλει περισσότερα ανικανοποίητος πελάτης μένω ανικανοποίητος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.