ανοιχτός
(προωθήθηκε από ανοιχτό)Μεταφράσεις
ανοιχτός
(ani'xtos) αρσενικόανοιχτή
(ani'xti) θηλυκόανοιχτό
open, lightmalfermaouvertåpenapertoopenОтворенÅben열기เปิด (ani'xto) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι κλειστός ανοιχτό παράθυρο
έκπληκτος
έκπληκτος
2. ξεβουλωμένος ανοιχτό μπουκάλι
3. ξεκούμπωτος ανοιχτό παλτό
4. με πιο ελεύθερους κανονισμούς
5. ακάλυπτος ανοιχτό γήπεδο ανοιχτό αυτοκίνητο
6. που δεν έχει λήξει Η συζήτηση έμεινε ανοιχτή.
7. χωρίς χρονικά όρια ανοιχτό εισιτήριο
8. ελεύθερος Ο δρόμος είναι ανοιχτός.
9. πλατύς ανοιχτή θάλασσα
10. με πλατιά σκέψη ανοιχτό πνεύμα
11. κοινωνικός ανοιχτός άνθρωπος
12. που λειτουργεί ανοιχτά μαγαζιά
13. αναμμένος Άφησες το φως ανοιχτό.
14. που δεν είναι σκούρος ανοιχτά χρώματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.