Ανορεξικός - ορισμός του ανορεξικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%be%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.600.055.961
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ανορεξικός
Μεταφράσεις
ανορεξικός
مُفقِد للشهِية
ανορεξικός
anorektický
ανορεξικός
anorektisk
ανορεξικός
magersüchtig
ανορεξικός
anorexic
ανορεξικός
anoréxico
ανορεξικός
anorektinen
ανορεξικός
anorexique
ανορεξικός
anoreksičan
ανορεξικός
anoressico
ανορεξικός
拒食症的な
ανορεξικός
식욕 부진의
ανορεξικός
lijdend aan anorexia
ανορεξικός
anorektisk
ανορεξικός
anorektyczny
ανορεξικός
anoréxico
ανορεξικός
страдающий анорексией
ανορεξικός
anorektisk
ανορεξικός
กลัวอ้วนจนขาดอาหาร
ανορεξικός
anoreksik
ανορεξικός
biếng ăn
ανορεξικός
厌食的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανοικτός
άνοιξη
ανοιξιάτικη
ανοιξιάτικο
ανοιξιάτικο καθάρισμα
ανοιξιάτικος
ανοιχτή
ανοιχτήρι
ανοιχτήρι για κονσέρβες
ανοιχτήρι για μπουκάλια
ανοιχτό
ανοιχτομάτης
ανοιχτόμυαλος
ανοιχτός
ανοιχτοχέρης
ανοιχτόχρωμος
ανομβρία
ανομία
ανόμοια
ανόμοιο
ανόμοιος
άνομος
ανοξείδωτο ατσάλι
ανοξείδωτος
ανοπτώ
ανοράκ
άνορακ
ανόργανος
ανοργάνωτος
ανορεξία
ανορεξικός
ανόρεχτη
ανόρεχτο
ανόρεχτος
ανορθόδοξος
ανοσία
ανοσοκατασταλτικός
ανοσοκαταστολή
ανοσολογία
ανοσοποιητικό σύστημα
άνοστη
άνοστο
άνοστος
Ἰανουάριος
Ἰανουάριος (Ianuarios)
άνους
ανούσια
ανούσιο
ανούσιος
ανοχή
ανσάμπλ
αντ’ αυτού
ανταγωγή
ανταγωνίζομαι
ανταγωνισμός
ανταγωνιστής
ανταγωνιστική
ανταγωνιστικό
ανταγωνιστικός
ανταγωνιστικότητα
ανταγωνίστρια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close