αντίστοιχος
(προωθήθηκε από αντίστοιχη)Μεταφράσεις
αντίστοιχος
(a'ndistixos) αρσενικόαντίστοιχη
(a'ndistiçi) θηλυκόαντίστοιχο
corresponding, respective, equivalentcorrespondant, respectifodpowiadającecorrispondentesvarendemotsvarandeсоответствующийodpovídajícícorrespondente (a'ndistixo) ουδέτεροεπίθετο
1. ανάλογος βρίσκω το αντίστοιχο παράδειγμα Θα ψηφίσετε στα αντίστοιχά σας εκλογικά κέντρα.
2. ισοδύναμος η αντίστοιχη λέξη στα γαλλικά