αντιδραστικός
(προωθήθηκε από αντιδραστική)Μεταφράσεις
αντιδραστικός
(andiðrasti'kos) αρσενικόαντιδραστική
(andiðrasti'ci) θηλυκόαντιδραστικό
reactionaryréactionnairereactivareactieveرد الفعلreaktywnereaktivníreaktivreaktiivistenreaktiv (andiðrasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
αρνητικός σε όλα ένα αντιδραστικό πνεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.