αντικειμενικός
(προωθήθηκε από αντικειμενικό)Μεταφράσεις
αντικειμενικός
(andicimeni'kos) αρσενικόαντικειμενική
(andicimeni'ci) θηλυκόαντικειμενικό
objectiveobjetivoZielobiettivoobjectifцельobjectivoالهدفcel目标目標cílmål목표วัตถุประสงค์ (andicimeni'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. δίκαιος αντικειμενικά κριτήρια
2. που αποτελεί στόχο ο αντικειμενικός σκοπός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.