αντιληπτός
(προωθήθηκε από αντιληπτό)Μεταφράσεις
αντιληπτός
(andili'ptos) αρσενικόαντιληπτή
(adili'pti) θηλυκόαντιληπτό
(adili'pto) ουδέτεροεπίθετο
1. κατανοητός Έγινα αντιληπτή;
2. αισθητός H παρουσία του γίνεται αντιληπτή.
3. που δεν περνάει απαρατήρητος Έφυγε χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.