αντρικός
(προωθήθηκε από αντρική)Μεταφράσεις
αντρικός
(andri'kos)ανδρικός
(anðri'kos)αντρική
(andri'ci) θηλυκόαντρικό
(andri'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τον άντρα αντρικά ρούχα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.