ανώτατος
(προωθήθηκε από ανώτατη)Μεταφράσεις
ανώτατος
(a'notatos) αρσενικόανώτατη
(a'notati) θηλυκόανώτατο
supreme, maximum, top最高最高 (a'notato) ουδέτεροεπίθετο
1. στον πιο ψηλό βαθμό ανώτατο όριο ταχύτητας στον ανώτατο βαθμό
2. πάνω απ' όλους η ανώτατη αρχή ανώτατες σπουδές
το πανεπιστήμιο
το πανεπιστήμιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.